πλεονασμός

πλεονασμός
πλεον-ασμός, ,
A superabundance, excess, ὑγρότητος, τῶν μερῶν, Arist.GA780a20, 770b28, cf. Chrysipp.Stoic.3.114, 130, Porph.Antr.11;

πλεονασμοὶ λαλιᾶς Plu.2.650e

.
b surplus, PRyl.213.82 (pl., ii A. D.), Sammelb. 4296.7 (iv A. D.), etc.
2 usury, LXXLe.25.37, Critodem. in Cat.Cod.Astr.8(1).260, etc.
3 Rhet. and Gramm., use of redundant words, D.H.Dem.58, A.D.Synt.267.14, al.
b lengthening of clauses, opp. μείωσις, D.H.Comp.7.
4 repetition, Timae.71 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλεονασμός — superabundance masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμός — ο, ΝΜΑ [πλεονάζω] το αποτέλεσμα τού πλεονάζω, πλεόνασμα, περίσσευμα («πλεονασμὸς ὑγρότητος», Αριστοτ.) 2. γραμμ. τρόπος έκφρασης κατά τον οποίο ο ομιλητής ή συγγραφέας επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία …   Dictionary of Greek

  • πλεονασμός — ο (γραμμ.), σχήμα λόγου με το οποίο μια έννοια αποδίδεται με περισσότερες λέξεις ή φράσεις: Να μην ξαναγίνει άλλη φορά, αντί: να μην ξαναγίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεονασμοῖς — πλεονασμός superabundance masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμοί — πλεονασμός superabundance masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμοῦ — πλεονασμός superabundance masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμούς — πλεονασμός superabundance masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμῶ — πλεονασμός superabundance masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμῶν — πλεονασμός superabundance masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμῷ — πλεονασμός superabundance masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονασμόν — πλεονασμός superabundance masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”